- ὑποκρίσεως
- ὑποκρίσεω̆ς , ὑπόκρισιςreplyfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόκριση — η / ὑπόκρισις, ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ίσιος, Α [ὑποκρίνομαι] 1. η παράσταση τού ρόλου ενός προσώπου στην σκηνή από τον ηθοποιό 2. μτφ. προσποίηση, υποκρισία («ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. δήλωση… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам … Православная энциклопедия